- πετροκαλαμήθρα
- η1. είδος πρωτόγονης πυξίδας.2. γενικά ο μαγνήτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετροκαλαμήθρα — η, Ν 1. πυξίδα 2. μαγνήτης … Dictionary of Greek